- επτανησιακός
- επτανησιακός, -ή, -ό και εφτανησιακός, -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Εφτάνησα: Επτανησιακή λογοτεχνική σχολή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επτανησιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Επτάνησα και στους Επτανησίους («επτανησιακή ποίηση, παράδοση» κ.λπ.) … Dictionary of Greek
ιόνιος — ο (ΑΜ ιόνιος, ία, ον) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Ιόνιο πέλαγος ή στα Ιόνια νησιά, επτανησιακός («Ιόνιος Ακαδημία») 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο ιόνιος, η ιόνιος ο κάτοικος τών Ιόνιων νησιών ή αυτός που κατάγεται από τα Ιόνια… … Dictionary of Greek
ιονικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Ιόνιο πέλαγος ή στα Ιόνια νησιά, επτανησιακός, ιόνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Ἰόνιο (πέλαγος)] … Dictionary of Greek